ὁπλότεροι

ὁπλότεροι
ὁπλότερος
the younger
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οπλότερος — ὁπλότερος, έρα, ον (Α) (επικ. τ.) 1. ο ικανότερος ή καταλληλότερος στο να φέρει όπλα, δηλαδή ο νεώτερος, σε αντιδιαστολή προς τους γέροντες και τα παιδιά («ὁπλότερος γενεῇ» νεώτερος στην ηλικία, Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ἄνδρες ὁπλότεροι» οι μελλοντικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”